- γανοειδής
- ης, ες блестящий, сверкающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γανοειδής — ές λαμπερός, στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάνος (Ι) + ειδής < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δανιήλ Πετρούλια] … Dictionary of Greek